- Φοίνικας
- Φοί̱νῑκας , ΦοῖνιξPhoenicianmasc/fem acc plΦοῖνιξPhoenicianmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοινικάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοίνικας — ο 1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοινικάς — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοινικᾶς — φοινίκεος purple red fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινίκας — Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem acc pl Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινίκας — φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem acc pl φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνικας — φοί̱νικας , φοῖνιξ Phoenician masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικά — φοινικάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)